titanio
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | titanio | titanioj |
αιτιατική | titanion | titaniojn |
titanio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | titanio | titanioj |
αιτιατική | titanion | titaniojn |
titanio (eo)