Bein
Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 22:31, 11 Ιανουαρίου 2013 από τον
Smerdakas
(
συζήτηση
|
συνεισφορές
)
(
διαφ.
)
Παλιότερη αναθεώρηση
|
Τελευταία αναθεώρηση
(
διαφ.
) |
Νεότερη αναθεώρηση
(
διαφ.
)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
bein
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Σύνθετα
Γερμανικά
(de)
Πρότυπο:de-κλίσ-norm-n
Ετυμολογία
Bein
< συγγενές με το
αγγλικό
bone
("κόκκαλο")
Ουσιαστικό
Bein
(de)
ουδέτερο
πόδι
Εκφράσεις
Lügen haben kurze
Beine
.
-
Τα ψέματα έχουν κοντά
ποδάρια
.
Σύνθετα
Elfenbein
Κατηγορίες
:
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Frysk
Gaeilge
Galego
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Македонски
Bahasa Melayu
Nāhuatl
Plattdüütsch
Nederlands
Polski
Português
Русский
Sängö
Slovenčina
Gagana Samoa
Svenska
ไทย
Tagalog
Türkçe
中文