Bein
Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 04:24, 31 Αυγούστου 2019 από τον
Vanished user Xorisdtbdfgonugyfs
(
συζήτηση
|
συνεισφορές
)
(ήχος de)
(
διαφ.
)
Παλιότερη αναθεώρηση
|
Τελευταία αναθεώρηση
(
διαφ.
) |
Νεότερη αναθεώρηση
(
διαφ.
)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
bein
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Εκφράσεις
1.3.2
Σύνθετα
Γερμανικά
(de)
Πρότυπο:de-κλίσ-norm-n
Ετυμολογία
Bein
< συγγενές με το
αγγλικό
bone
("κόκκαλο")
Προφορά
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
Bein
(de)
ουδέτερο
πόδι
Εκφράσεις
Lügen haben kurze
Beine
.
-
Τα ψέματα έχουν κοντά
ποδάρια
.
Σύνθετα
Elfenbein
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Frysk
Gaeilge
Galego
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Македонски
Bahasa Melayu
Nāhuatl
Plattdüütsch
Nederlands
Polski
Português
Русский
Sängö
Slovenčina
Gagana Samoa
Svenska
ไทย
Tagalog
Türkçe
中文