aleo
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aleo | aleoj |
αιτιατική | aleon | aleojn |
aleo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aleo | aleoj |
αιτιατική | aleon | aleojn |
aleo (eo)