annual
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]annual (en) (χωρίς παραθετικά)
- ετήσιος, που γίνεται μια φορά κάθε χρόνια
- ⮡ Can I have someone represent me in the annual meeting?
- Μπορώ ν' αντιπροσωπευτώ στην ετήσια συνευλέση;
- ⮡ Can I have someone represent me in the annual meeting?
- μονοετής, ετήσιος, που διαρκεί ένα χρόνο
- ⮡ an annual contract - συμβόλαιο μονοετούς διάρκειας
- ⮡ an annual salary - ετήσιος μισθός
- ⮡ the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
- ⮡ the average annual temperature - η μέση ετήσια θερμοκρασία
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
annual | annuals |
annual (en)