cachet
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˈkaʃeɪ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cachet (en)
- το κύρος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cachet | cachets |
cachet (fr) αρσενικό