cachet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία en

Προφορά

/ˈkaʃeɪ/

Ουσιαστικό

cachet (en)

  1. το κύρος



Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cachet cachets

cachet (fr) αρσενικό

  1. η σφραγίδα
  2. το χάπι
    → δείτε τις λέξεις capsule, comprimé, gélule και pilule
     συνώνυμα: (οικείο) cacheton
  3. το κασέ

Συγγενικά