cour

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 09:14, 17 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cour cours

cour (fr) θηλυκό

  1. η αυλή
    la cour de l'école - η αυλή του σχολείου
  2. το δικαστήριο
    la cour pénale internationale - το διεθνές ποινικό δικαστήριο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]