cut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Επίθετο

cut (en)

  • κομμένος, δρεπτός
    cut flowers trade - εμπόριο δρεπτών ανθέων

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cut cuts

cut (en)

  1. κόψιμο, τομή
  2. (μεταφορικά) μερίδιο
  3. η περικοπή, η ενέργεια του να περικόπτω μέρος ταινίας, θεατρικού έργου, γραφής κτλ.
    The article was published in its entirety and without cuts.
    Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.

Ρήμα

ενεστώτας cut
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts
αόριστος cut
παθητική μετοχή cut
ενεργητική μετοχή cutting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

cut (en)

  1. κόβω
    I cut myself while shaving.
    Κόπηκα καθώς ξυριζόμουν.
    My hair has grown out again and I need to cut it.
    Μάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω.
  2. (μεταβατικό) κόβω, μειώνω
    They began to little by little cut our overtime pay.
    Άρχισαν να μας κόβουν λίγο-λίγο την υπερωριακή αποζημίωση.
    We need to cut prices by twenty percent.
    Πρέπει να μειώσουμε τις τιμές κατά είκοσι τοις εκατό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease

Σύνθετα

Παράγωγα

Δείτε επίσης

Πηγές