krowa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική krowa krowy
γενική krowy krów
δοτική krowie krowom
αιτιατική krowę krowy
οργανική krową krowami
τοπική krowie krowach
κλητική krowo krowy

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkrɔva/
 

Ουσιαστικό

krowa (pl) θηλυκό