paper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενικός | πληθυντικός |
paper | papers |
Ετυμολογία
- paper < παλαιά γαλλική papier < λατινική papyrus < αρχαία ελληνική πάπυρος
Ουσιαστικό
paper (en)
- (μη μετρήσιμο) το χαρτί, χάρτινος, το λεπτό υλικό
- ⮡ letter paper - χαρτί αλληλογραφίας
- ⮡ wrapping paper - χαρτί περιτυλίγματος
- ⮡ toilet/tissue paper - χαρτί τουαλέτας/υγείας
- ⮡ graph paper - χαρτί μιλιμετρέ
- ⮡ lined/plain paper - ριγωτό/αρίγωτο χαρτί
- ⮡ glossy paper - γυαλιστερό χαρτί
- ⮡ a sheet of paper - φύλλο χαρτιού
- ⮡ Mom, I made a paper airplane!
- Μαμά, έφτιαξε ένα χάρτινο αεροπλάνο!
- ⮡ Are you going to need the paper bag, sir?
- Θα χρειαστείτε τη χάρτινη τσάντα, κύριε;
- ⮡ on a separate sheet of paper - σε μια χωριστή κόλλα
- η εφημερίδα
- (μόνο ενικός) τα χαρτιά, κομμάτια χαρτί με γραφή πάνω τους, όπως επιστολές, εργασίες ή ιδιωτικά έγγραφα
- ⮡ (identity) papers - χαρτιά (ταυτότητας)
- ⮡ Are all your papers in order?
- Είναι όλα τα χαρτιά σου εντάξει;
- η επιστημονική εργασία, συνήθως εργασία που έχει περάσει από αξιολόγηση πριν την δημοσίευσή της
- ⮡ He has authored a number of scientific papers.
- Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
- ⮡ The calculations in this newly published paper make it clear that the conjecture is false.
- Οι υπολογισμοί σε αυτή την νεοδημοσιευμένη εργασία καθιστούν σαφές ότι η εικασία είναι εσφαλμένη.
- ⮡ He has authored a number of scientific papers.
Πηγές
Βασκικά (eu)
Ουσιαστικό
paper (eu)
Καταλανικά (ca)
Ουσιαστικό
paper (ca)