Omi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική die Omi die Omis
γενική der Omi der Omis
δοτική der Omi den Omis
αιτιατική die Omi die Omis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈoːmi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Omi (de) θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]