Cousin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cousin
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Cousin die Cousins
γενική des Cousins der Cousins
δοτική dem Cousin den Cousins
αιτιατική den Cousin die Cousins

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Cousin < (άμεσο δάνειο) γαλλική cousin < λατινική consobrinus [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuˈzɛ̃ː/ & /kuˈzɛŋ/
 
 
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Cousin (de) αρσενικό (θηλυκό : Cousine)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Cousin στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Cousin - Duden online.
  2. Cousin - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Cousin < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Cousin αρσενικό ή θηλυκό

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [1]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre, Wallonie του Βελγίου



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Cousin < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Cousin αρσενικό ή θηλυκό

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [2]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre, Wallonie του Βελγίου



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Cousin < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Cousin αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Cousin < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Cousin αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]