Erzeugnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Erzeugnis | die | Erzeugnisse |
γενική | des | Erzeugnisses | der | Erzeugnisse |
δοτική | dem | Erzeugnis Erzeugnisse |
den | Erzeugnissen |
αιτιατική | das | Erzeugnis | die | Erzeugnisse |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Erzeugnis (de) ουδέτερο