Polynésien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: polynésien
      ενικός         πληθυντικός  
Polynésien Polynésiens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Polynésien (fr) αρσενικό