Αποτελέσματα αναζήτησης

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).
  • με < μετά με αποβολή της δεύτερης συλλαβής, όταν ακολουθούσε άρθρο ΔΦΑ : /me/ (άτονο, προφέρεται μαζί με την επόμενη ή τις επόμενες λέξεις) με πρόθεση...
    4 KB (216 λέξεις) - 15:58, 18 Απριλίου 2024
  • ανάμεσα < μεσαιωνική ελληνική ἀνάμεσα < ἀνάμεσον < αρχαία ελληνική ἀνάμεσος < ἀνά + μέσος ανάμεσα μεταξύ χώρων ή πραγμάτων, στον ενδιάμεσο χώρο το τοπίο...
    2 KB (52 λέξεις) - 01:11, 15 Αυγούστου 2022
  • μουνί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουνί(ν) < πιθανόν *μουνίον < *μνίον < < είτε *βνίον (όπως αρχαία ελληνική βινείν, απαρέμφατο στο βινέω) <...
    4 KB (310 λέξεις) - 08:32, 17 Δεκεμβρίου 2023
  • καλόγερος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλόγερος < ελληνιστική κοινή καλόγηρος < αρχαία ελληνική καλός + γῆρας ΔΦΑ : /kaˈlo.ʝe.ɾos/ τυπογραφικός...
    5 KB (113 λέξεις) - 16:27, 29 Ιανουαρίου 2024
  • αναίσθητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναίσθητος < ἀν- (στερητικό αν-) + αἰσθητός < αἰσθάνομαι ΔΦΑ : /aˈne.sθi.tos/ τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναί‐σθη‐τος...
    5 KB (211 λέξεις) - 19:38, 11 Δεκεμβρίου 2023
  • εξωραΐζω < ελληνιστική κοινή ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embellir) εξωραΐζω (παθητική φωνή:...
    3 KB (54 λέξεις) - 00:14, 17 Ιουνίου 2023
  • δοσοληψία < ελληνιστική < δοσο- (αρχαία ελληνική δόσις) + -ληψία (< αρχαία ελληνική λῆψις) ΔΦΑ : /ðo.so.liˈpsi.a/ δοσοληψία θηλυκό η ανταλλαγή προϊόντος...
    3 KB (93 λέξεις) - 00:31, 17 Οκτωβρίου 2022
  • ξεθωριασμένος < ξεθωριάζω ξεθωριασμένος, -η, -ο που έχει χάσει την ένταση των χρωμάτων του ξασπρισμένος ξέθωρος ξεθωριάζω ξεθώριασμα ξέθωρος     ξεθωριασμένος...
    3 KB (19 λέξεις) - 21:34, 3 Δεκεμβρίου 2021
  • ιδιοτέλεια (μαρτυρείται από το 1836)< ιδιοτελής + -εια < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Eigennutz ΔΦΑ : /i.ði.oˈte.li.a/ ιδιοτέλεια θηλυκό (λόγιο) η ιδιότητα...
    4 KB (76 λέξεις) - 15:43, 10 Ιουνίου 2023
  • σεισμολογικός < σεισμολόγος + -ικός σεισμολογικός, -ή, -ό σχετικός με τους σεισμολόγους και τη σεισμολογία     σεισμολογικός...
    2 KB (14 λέξεις) - 12:16, 3 Φεβρουαρίου 2022
  • μεσοβέζικος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική müşevv(eş) (ασαφής, συγκεχυμένος)) + -έζικος < αραβική مشوش (mushau-wash) μεσοβέζικος, -η,...
    3 KB (125 λέξεις) - 06:57, 23 Απριλίου 2022
  • ντουφεκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουφεκίζω ντουφεκισμένος, -η, -ο → δείτε τη λέξη ντουφεκίζω     ντουφεκισμένος...
    3 KB (13 λέξεις) - 19:06, 1 Φεβρουαρίου 2022
  • καλομελετημένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου καλομελετώ     καλομελετημένος...
    3 KB (8 λέξεις) - 20:35, 30 Ιανουαρίου 2022
  • ρεσταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρεστάρω ρεσταρισμένος, -η, -ο → δείτε τη λέξη ρεστάρω     ρεσταρισμένος...
    3 KB (13 λέξεις) - 07:58, 3 Φεβρουαρίου 2022
  • σαραντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαραντίζω σαραντισμένος, -η, -ο → δείτε τη λέξη σαραντίζω     σαραντισμένος...
    3 KB (13 λέξεις) - 11:26, 3 Φεβρουαρίου 2022
  • ξεμπροστιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμπροστιάζω ξεμπροστιασμένος, -η, -ο → δείτε τη λέξη ξεμπροστιάζω     ξεμπροστιασμένος...
    3 KB (13 λέξεις) - 21:10, 1 Φεβρουαρίου 2022
  • καληνωρισμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου καληνωρίζω     καληνωρισμένος...
    3 KB (8 λέξεις) - 19:56, 30 Ιανουαρίου 2022
  • φαυλοκρατική ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φαυλοκρατικός φαυλοκρατικοί...
    230 bytes (11 λέξεις) - 21:14, 24 Μαΐου 2013
  • τετρατομική ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τετρατομικός τετρατομικοί...
    226 bytes (11 λέξεις) - 09:20, 25 Μαΐου 2013
  • γενικολογική ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενικολογικός γενικολογικοί...
    230 bytes (11 λέξεις) - 06:25, 20 Μαΐου 2013
Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).