Αποτελέσματα αναζήτησης

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).
  • Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα: Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα κωδικός γλώσσας: gkm → δείτε τις λέξεις μεσαιωνικός και ελληνικά μεσαιωνικά ελληνικά ουδέτερο...
    4 KB (126 λέξεις) - 01:01, 29 Φεβρουαρίου 2024
  • κληρονομημένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου κληρονομώ, κληρονομούμαι     κληρονομημένος...
    3 KB (9 λέξεις) - 10:09, 17 Απριλίου 2024
  • θολός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θολός (αρχαίο ουσιαστικό με σημασία: λάσπη) ΔΦΑ : /θoˈlos/ τυπογραφικός συλλαβισμός : θο‐λός τονικό παρώνυμο:...
    3 KB (158 λέξεις) - 08:11, 22 Μαρτίου 2022
  • σταθεροποιώ < ελληνιστική κοινή σταθεροποιέω / σταθεροποιῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική consolider ) σταθεροποιώ (παθητική φωνή: σταθεροποιούμαι) κάνω...
    3 KB (77 λέξεις) - 06:08, 24 Νοεμβρίου 2023
  •  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα πομπή < αρχαία ελληνική πομπή < πέμπω πομπή θηλυκό πολλά άτομα ή οχήματα που κινούνται...
    4 KB (139 λέξεις) - 22:38, 2 Φεβρουαρίου 2022
  • μνησικακία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μνησικακία < αρχαία ελληνική μνησίκακος < → δείτε τη λέξη μνησι- ΔΦΑ : /mni.si.kaˈci.a/ τυπογραφικός...
    2 KB (45 λέξεις) - 06:45, 6 Οκτωβρίου 2022
  • υπεκφυγή < υπεκφεύγω + -ή υπεκφυγή θηλυκό η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω, το να αποφεύγεις να τοποθετηθείς σε ένα ζήτημα ή να απαντήσεις ξεκάθαρα...
    2 KB (28 λέξεις) - 17:38, 4 Φεβρουαρίου 2022
  • ευπρέπεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπρέπεια < εὐπρεπής ΔΦΑ : /efˈpɾe.pi.a/ τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐πρέ‐πει‐α ευπρέπεια θηλυκό (λόγιο)...
    2 KB (57 λέξεις) - 14:11, 24 Φεβρουαρίου 2023
  • μακάριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακάριος ΔΦΑ : /maˈka.ɾi.os/ τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κά‐ρι‐ος μακάριος, -α, -ο ο ευτυχισμένος, που...
    4 KB (161 λέξεις) - 10:58, 30 Αυγούστου 2022
  • παρανοϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paranoïaque < αρχαία ελληνική παράνοια < παρά + νόος / νοῦς ΔΦΑ : /pa.ɾa.no.iˈkos/ παρανοϊκός, -ή, -ό που...
    3 KB (60 λέξεις) - 10:06, 2 Φεβρουαρίου 2022
  • αδίστακτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδίστακτος (αναμφίβολος) < ἀ- (α- στερητικό) + αρχαία ελληνική διστάζω, θέμα διστακ- + -τος ΔΦΑ : /aˈði...
    2 KB (49 λέξεις) - 16:08, 26 Νοεμβρίου 2022
  • λοστρόμος < (άμεσο δάνειο) ιταλική nostromo + -ς με ανομοίωση των ρινικών συμφώνων [n]..[m] > [l]...[m] ή (άμεσο δάνειο) ισπανική nostramo < nuestro (δικός...
    3 KB (125 λέξεις) - 04:55, 2 Απριλίου 2024
  • μεταχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταχρωματίζω μεταχρωματισμένος, -η, -ο → δείτε τη λέξη μεταχρωματίζω     μεταχρωματισμένος...
    3 KB (13 λέξεις) - 03:05, 1 Φεβρουαρίου 2022
  • ταμπεραμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική temperamento ταμπεραμέντο ουδέτερο (και ταπεραμέντο) η ιδιοσυγκρασία, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας κάποιου φλογερό ταμπεραμέντο...
    2 KB (18 λέξεις) - 09:21, 15 Απριλίου 2023
  • παρομφαλική ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παρομφαλικός παρομφαλικοί...
    226 bytes (11 λέξεις) - 14:39, 24 Μαΐου 2013
  • ξάπλα < ξαπλώνω ξάπλα θηλυκό η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ξαπλωμένος και δεν κάνει τίποτα του αρέσει πολύ η ξάπλα η τεμπελιά ξάπλα για κάποιον...
    2 KB (34 λέξεις) - 20:02, 1 Φεβρουαρίου 2022
  • σμυριδεργατική ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σμυριδεργατικός σμυριδεργατικοί...
    238 bytes (11 λέξεις) - 22:24, 23 Δεκεμβρίου 2019
  • απείρακτη ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του απείρακτος απείρακτοι...
    218 bytes (11 λέξεις) - 11:32, 28 Δεκεμβρίου 2019
  • τραπεζοϋπαλληλικό αιτιατική ενικού του τραπεζοϋπαλληλικός ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τραπεζοϋπαλληλικός...
    239 bytes (14 λέξεις) - 17:35, 21 Δεκεμβρίου 2019
  • σαβουρωμένη ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σαβουρωμένος σαβουρωμένοι...
    224 bytes (11 λέξεις) - 13:13, 28 Δεκεμβρίου 2019
Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).