Αποτελέσματα αναζήτησης

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αναζητήστε τη λέξη μύριο στα υπόλοιπα εγχειρήματα του Wikimedia :


Βικιπαίδεια
Βικιβιβλία
Βικιφθέγματα
Βικιθήκη
Βικιεπιστήμιο
Κοινά (Εικόνες και πολυμέσα)

Αφού βεβαιωθείτε ότι έχετε γράψει και τονίσει σωστά τη λέξη που ψάχνετε, μπορείτε να ζητήσετε τη δημιουργία ενός νέου λήμματος: Προσθέστε μια νέα αίτηση

Μπορείτε επίσης να δημιουργήστε τη σελίδα "μύριο" στο Βικιλεξικό κάνοντας κλικ στον κόκκινο σύνδεσμο, ή ακόμη καλύτερα χρησιμοποιείστε τους οδηγούς για δημιουργία νέων λέξεων στα ελληνικά και άλλες γλώσσες:

Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).
  • μυριο- < αρχαία ελληνική μυριο- < μύριοι / μυρίος μυριο- αʹ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία ότι αυτό που δηλώνει το βʹ συνθετικό γίνεται...
    3 KB (47 λέξεις) - 08:11, 17 Οκτωβρίου 2022
  • Χίλιοι μύριοι καλογέροι, σ' ένα ράσο τυλιγμένοι. Τι είναι; Το ρόδι. ≈ συνώνυμα: αναρίθμητοι, πολυάριθμοι τα μύρια όσα χίλιοι μύριοι μυριο-, μυρι-, μυρια-...
    6 KB (240 λέξεις) - 21:47, 8 Δεκεμβρίου 2023
  • μυριάς < μύριοι, μυριαδ- μυριάς, -άδος θηλυκό μυριάδα, δέκα χιλιάδες (κατ’ επέκταση) αμέτρητος αριθμός, αναρίθμητο πλήθος δισμυριάς μυριάς - Επιτομή του...
    560 bytes (63 λέξεις) - 17:34, 15 Ιουνίου 2023
  • Μυριάν < → λείπει η ετυμολογία Μυριάν αρσενικό ανδρικό όνομα...
    249 bytes (8 λέξεις) - 16:23, 5 Σεπτεμβρίου 2021
  • μυριοστολισμένος (κατηγορία Λέξεις με πρόθημα μυριο- (νέα ελληνικά))
    μυριοστολισμένος < μυριο- + στολισμένος μυριοστολισμένος (λογοτεχνικό) που τον έχουν στολίσει πολύ μυριοστόλιστος     μυριοστολισμένος...
    3 KB (12 λέξεις) - 08:07, 17 Οκτωβρίου 2022
  • μυριάμετρο (κατηγορία Λέξεις με πρόθημα μυριο- (νέα ελληνικά))
    μυριάμετρο < μυριο- + μέτρο < αρχαία ελληνική μύριοι + μέτρον μυριάμετρο ουδέτερο μέτρο για τη μέτρηση μήκους, ίσο με μύρια (δέκα χιλιάδες) μέτρα    ...
    2 KB (21 λέξεις) - 21:27, 7 Νοεμβρίου 2022
  • Μύριοι < → λείπει η ετυμολογία Μύριοι αρσενικό ανδρικό όνομα Ονόματα Ελλήνων και Ξένων από την Ιστορία μας, Ευάγγελος Κυτίνος, Αθήνα, 2020, εκδ. Λεωνίδας...
    455 bytes (29 λέξεις) - 11:56, 17 Φεβρουαρίου 2024
  • Μυριάς < → λείπει η ετυμολογία Μυριάς θηλυκό γυναικείο όνομα P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands...
    288 bytes (31 λέξεις) - 19:00, 20 Δεκεμβρίου 2020
  • μυριόπλουτος < μεσαιωνική ελληνική μυριόπλουτος < αρχαία ελληνική μυριο- + πλοῦτος μυριόπλουτος (λόγιο) ο πάμπλουτος     μυριόπλουτος...
    444 bytes (13 λέξεις) - 07:50, 17 Οκτωβρίου 2022
  • Μύριος < → λείπει η ετυμολογία Μύριος αρσενικό ανδρικό όνομα P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands...
    301 bytes (52 λέξεις) - 13:34, 6 Ιανουαρίου 2021
  • το λήμμα μυριόφωνος < μύριοι + -φωνος (< φωνή) αρχαία ελληνική μυριόφωνος -ος, -ον μυριόφωνος, -η, -ο αυτός που εκβάλει μύριες φωνές ο πολύφωνος, ο πολύγλωσσος...
    3 KB (30 λέξεις) - 13:58, 1 Φεβρουαρίου 2022
  • Μυρίας < → λείπει η ετυμολογία Μυρίας αρσενικό ανδρικό όνομα P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands...
    301 bytes (57 λέξεις) - 13:33, 6 Ιανουαρίου 2021
  • μυριοπληγιασμένος (κατηγορία Λέξεις με πρόθημα μυριο- (νέα ελληνικά))
    μυριοπληγιασμένος < μυριο- + πληγιασμένος μυριοπληγιασμένος ο καταπληγιασμένος     μυριοπληγιασμένος μυριοπληγιασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα...
    449 bytes (24 λέξεις) - 06:16, 18 Νοεμβρίου 2023
  • μυρίων αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γενική πληθυντικού του μύριοι...
    148 bytes (8 λέξεις) - 14:17, 15 Οκτωβρίου 2022
  • μυριόστομος < μεσαιωνική ελληνική μυριόστομος < μυριο- + στόμα ΔΦΑ : /mirˈʝo.sto.mos/ τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ριό‐στο‐μος μυριόστομος, -η, -ο (για...
    2 KB (30 λέξεις) - 14:15, 15 Οκτωβρίου 2022
  • μυριαρίφνητος < μύριος + αρίφνητος < αναρίθμητος μυριαρίφνητος -η, -το επιτατικό του αρίφνητος, αυτός που δεν μετριέται     μυριαρίφνητος...
    2 KB (15 λέξεις) - 12:22, 15 Αυγούστου 2022
  • μυριόνεκρος < ελληνιστική κοινή μυριόνεκρος < αρχαία ελληνική μύριοι + νεκρός μυριόνεκρος, -η, -ο (λογοτεχνικό) ο πολύνεκρος     μυριόνεκρος...
    461 bytes (15 λέξεις) - 06:25, 26 Φεβρουαρίου 2023
  • μυριάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυριάς από την αιατιατική τὴν μυριάδα ΔΦΑ : /mi.ɾiˈa.ða/ & /miɾˈʝa.ða/ τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ρι‐ά‐δα...
    2 KB (46 λέξεις) - 13:55, 1 Φεβρουαρίου 2022
  • μυριάκριβος < μεσαιωνική ελληνική μυριάκριβος < αρχαία ελληνική μύριοι + μεσαιωνική ελληνική ἀκριβός < αρχαία ελληνική ἀκριβής μυριάκριβος (λογοτεχνικό)...
    2 KB (17 λέξεις) - 05:13, 8 Αυγούστου 2022
  • μυριάκις < μυριάς μυριάκις (ποσοτικό) χιλιάδες φορές, αμέτρητες φορές μυριάδα μυριάκις < μυριάς μυριάκις (ποσοτικό) δέκα χιλιάδες φορές (κυριολεκτικά)...
    3 KB (45 λέξεις) - 13:55, 1 Φεβρουαρίου 2022
Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).