Theologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: théologie

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Theologie (de) θηλυκό