manager

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
manager managers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
manager < manage + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manager (en)

  • ο διευθυντής, ο διαχειριστής
    general manager - γενικός διευθυντής
    staff manager - διευθυντής προσωπικού
    sales manager - διευθυντής πωλήσεων
    stage manager - διευθυντής σκηνής
    My wife is an excellent manager.
    Η γυναίκα μου είναι σπουδαίος διαχειριστής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manager managers

manager (fr) αρσενικό ή θηλυκό

manager (fr)