massive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmæs.ɪv/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

massive (en)

  1. συμπαγής, που είναι πολύ μεγάλος, πυκνός και αδιαπέραστος
    ⮡  a massive body - συμπαγές σώμα
  2. τεράστιος, πελώριος, εκτεταμένος, ογκώδης, πολύ μεγάλος
    ⮡  The party was a massive success.
    Το πάρτι είχε τεράστια επιτυχία.
    ⮡  massive consequences - εκτεταμένες συνέπειες
    ⮡  a massive monument - ογκώδες μνημείο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gigantic



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
massive massives

massive (fr)