mastic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mastic < δημώδης λατινική masticum < αρχαία ελληνική μαστίχη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mas.tik/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mastic mastics

mastic (fr) αρσενικό

  1. ο στόκος
  2. η μαστίχα

Συγγενικά

[επεξεργασία]