mastic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mastic < δημώδης λατινική masticum < αρχαία ελληνική μαστίχη
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mastic | mastics |
mastic (fr) αρσενικό