mixage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mixage < αγγλική to mix

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mixage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη mixer