nun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nun | nuns |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nun (en)
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]nun (eu)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]nun (eo)