once

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

once (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μία φορά, άπαξ, εφάπαξ
    ⮡  You can pay the contribution once or in installments.
    Tην εισφορά μπορείς να την πληρώσεις εφάπαξ ή με δόσεις.
  2. κάποτε, άλλοτε, παλιά, κάποτε στο παρελθόν
    ⮡  He was once popular.
    Ήταν κάποτε δημοφιλής.
    ⮡  Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
    ⮡  This song was once very popular.
    Αυτό το τραγούδι ήταν άλλοτε μεγάλη επιτυχία.
     συνώνυμα:  formerly, in the past και the old days

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

once (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

once (fr) θηλυκό



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

once (es)