once
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]once (en) (χωρίς παραθετικά)
- μία φορά, άπαξ, εφάπαξ
- ⮡ You can pay the contribution once or in installments.
- Tην εισφορά μπορείς να την πληρώσεις εφάπαξ ή με δόσεις.
- ⮡ You can pay the contribution once or in installments.
- κάποτε, άλλοτε, παλιά, κάποτε στο παρελθόν
- ⮡ He was once popular.
- Ήταν κάποτε δημοφιλής.
- ⮡ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
- ⮡ This song was once very popular.
- Αυτό το τραγούδι ήταν άλλοτε μεγάλη επιτυχία.
- ≈ συνώνυμα: formerly, in the past και the old days
- ⮡ He was once popular.
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]once (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- once (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- once (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 415. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάποτε
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]once (fr) θηλυκό
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]once (es)