außer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

außer (de)

  1. έξω από
  2. εκτός
    außer ihm ist noch keiner fertig - κανείς δεν είναι έτοιμος εκτός από αυτόν

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ich bin außer mir - είμαι εκτός εαυτού