benzine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]benzine (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]benzine (fr) θηλυκό
- η βενζίνη
benzine (en)
benzine (fr) θηλυκό