bin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bin (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]bin (en)
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bin (de)
Μάγια του Γιουκατάν (yua)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]bin
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]bin (tr)
- χίλια
- ⮡ iki bin: δύο χιλιάδες