czajnik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

czajnik < ρωσική чайник

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

czajnik (pl) αρσενικό

  1. η τσαγιέρα, το τσαγιερό
  2. (κρακοβιανή διάλεκτος), (μεταφορικά) το κεφάλι
  3. (χαρτοπαίγνια) (μεταφορικά) παίκτης που σκέφτεται πολύ και αργεί να παίξει