chance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chance, cheance, chaunce, cheaunce < παλαιά γαλλική chance < λατινική cadentia < cado

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chance chances

chance (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πιθανότητα
    ⮡  What are the chances of this happening?
    Τι πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί αυτό;
  2. η τύχη
  3. η ευκαιρία, ευκαιρώ
    ⮡  This is our last chance.
    Αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία.
    ⮡  I know that you have been disappointed by me, but give me one more chance.
    Ξέρω πως έχετε απογοητευτεί από εμένα, αλλά δώστε μου άλλη μία ευκαιρία.
    ⮡  Whenever you get a chance, drop by for a couple minutes so we can see you.
    Όποτε ευκαιρείς, πετάξου δυο λεπτά να σε δούμε.
    ⮡  If you have the chance, come by.
    Αν ευκαιρήσεις, έλα.
     συνώνυμα: opportunity
ενεστώτας chance
γ΄ ενικό ενεστώτα chances
αόριστος chanced
παθητική μετοχή chanced
ενεργητική μετοχή chancing

chance (en)

  1. τυχαίνω
  2. δοκιμάζω, ρισκάρω
  3. βρίσκω από τύχη

Σύνθετα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
chance chances

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chance (fr) θηλυκό

  1. η τύχη
    ⮡  il a beaucoup de chance - έχει πολλή/μεγάλη τύχη
  2. η ευκαιρία
    ⮡  il faut lui donner une nouvelle chance - πρέπει να του δώσουν ακόμα μια ευκαιρία