créature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁe.a.tyʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
créature créatures

créature (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]