dye
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dye | dyes |
dye (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dye |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dyes |
αόριστος | dyed |
παθητική μετοχή | dyed |
ενεργητική μετοχή | dyeing |
dye (en)