dye

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dye dyes

dye (en)

ενεστώτας dye
γ΄ ενικό ενεστώτα dyes
αόριστος dyed
παθητική μετοχή dyed
ενεργητική μετοχή dyeing

dye (en)