dotted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]dotted (en)
- στικτός
- διάστικτος
- διάσπαρτος
- (πληροφορική) ότι χρησιμοποιεί την σημειογραφία της τελείας (dot notation), όπως στον διαχωρισμό των χιλιάδων στους αριθμούς (πχ. 1.234), στις διευθύνσεις IP (πχ. 196.138.102.83), κλπ.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]dotted (en)