fusée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fusée < παλαιά γαλλική fus, υποκοριστικό του λατινικού fusus, αδράχτι, προφανώς λόγω της ομοιότητας στη μορφή των δύο αντικειμένων
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fusée | fusées |
fusée (fr) θηλυκό
- ο πύραυλος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η λέξη fusée, με την έννοια πύραυλος, χρησιμοποιείται για τους πυραύλους που στέλνουν δορυφόρους στο διάστημα. Αντίθετα, η λέξη missile χρησιμοποιείται για τους πυραύλους του στρατού.