fléchisseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fléchisseur < fléchir

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fléchisseur fléchisseurs
θηλυκό fléchisseuse fléchisseuses

fléchisseur (fr)

  1. (ανατομία) καμπτήρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fléchisseur fléchisseurs

fléchisseur (fr) αρσενικό

  1. ο καμπτήρας μυς

Συγγενικά

[επεξεργασία]