fossoyeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fossoyeur < fossoyer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fossoyeur | fossoyeurs |
fossoyeur (fr) αρσενικό (θηλυκό fossoyeuse)