fossoyeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fossoyeur < fossoyer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fossoyeur fossoyeurs

fossoyeur (fr) αρσενικό (θηλυκό fossoyeuse)