goad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- goad [sb] vtr (provoke) προκαλώ ρ μ
(καθομιλουμένη) τσιγκλίζω ρ μ
goad [sb] vtr (prompt, stimulate) παρακινώ, εξωθώ ρ μ
goad LISTEN: /gəʊd/
ορισμός | στα ισπανικά | in French | συνώνυμα στα αγγλικά | σε χρήση | εικόνες
WordReference English-Greek Dictionary © 2016:
Κύριες μεταφράσεις
English Greek
goad [sb] vtr (provoke) προκαλώ ρ μ
(καθομιλουμένη) τσιγκλίζω ρ μ
goad [sb] vtr (prompt, stimulate) παρακινώ, εξωθώ ρ μ
The dishes were dirty, and Helen tried to goad Laura about it, but she refused.