gradat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gradat (ro)
Επίθετο
[επεξεργασία]gradat (ro) αρσενικό (θηλυκό gradată)
Επίρρημα
[επεξεργασία]gradat (ro)
gradat (ro)
gradat (ro) αρσενικό (θηλυκό gradată)
gradat (ro)