half

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

half (en)

  • το μισό ποσό από κάτι ή κάποιον
    ⮡  Give me/Take half.
    Δώσε μου/Πάρε το μισό.

Επίθετο

[επεξεργασία]

half (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μισός, που είναι ατελές και μόνο μερικό
    ⮡  a half-truth - μισή αλήθεια
    ⮡  Half measures will simply not do.
    Δε γίνεται τίποτα με ημίμετρα.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

half (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μισός, εν μέρει
    ⮡  The wall was half painted and half unpainted.
    Ο τοίχος ήταν μισός βαμμένος μισός άβαφος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
half halves

half (en)

  1. το μισό
    ⮡  a half meter/kilo - μισό μέτρο/κιλό
    ⮡  two and a half kilos - δυο και μισό κιλά
    ⮡  Half is written numerically as 1/2 or 0.5.
    Το μισό αριθμητικά γράφεται ως 1/2 ή 0,5.
    ⮡  What is half of fifty?
    Ποιο είναι το μισό του πενήντα;
    ⮡  The first/second half of the century.
    Το πρώτο/το δεύτερο μισό του αιώνα.
    ⮡  The two of them divided the profits in half.
    Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
    ⮡  They cut inflation by half/in half.
    Μείωσαν τον πληθωρισμό στο μισό.
  2. το ημίχρονο, το καθένα από τα δύο ίσης διάρκειας μέρη ενός αγώνα
    ⮡  The score was 2-2 in the first half.
    Στο πρώτο ημίχρονο το σκορ ήταν 2-2.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

half (en)

  • μισός
    ⮡  half (of) a meter/kilo - μισό μέτρο/κιλό
    ⮡  half an hour - μισή ώρα
    ⮡  at half price - στη μισή τιμή
    ⮡  a half (of a) glass of water - μισό ποτήρι νερό.
    ⮡  He left half his work for the next day.
    Άφησέ τη μισή δουλειά του για την επομένη.
    ⮡  Half (of) the earth’s population is women.
    Ο μισός πληθυσμός της γης είναι γυναίκες.
    ⮡  The two brothers each have half of the house./The two brothers have half of the house each.
    Τα δύο αδέλφια έχουν το σπίτι από μισό.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

half (af)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

half (nl)