handle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
handle | handles |
handle (en)
- το χερούλι, η χειρολαβή, η λαβή
- ⮡ the bag’s handle - το χερούλι της τσάντας
- ⮡ the handle of the saw - η χειρολαβή του πριονιού
- ⮡ The passenger is leaning on the bus handles.
- Ο επιβάτης πιάνεται από τις χειρολαβές του λεωφορείου.
- ⮡ the handle of a knife - η λαβή ενός μαχαιριού
- (πληροφορική) το username, το όνομα χρήστη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | handle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | handles |
αόριστος | handled |
παθητική μετοχή | handled |
ενεργητική μετοχή | handling |
handle (en)
- (μεταβατικό) χειρίζομαι, καταπιάνομαι με, αντιμετωπίζω μια κατάσταση, έναν άνθρωπο, έναν τομέα δουλειάς ή ένα έντονο συναίσθημα
- ⮡ I don’t know how to handle it.
- Δεν ξέρω πώς να το χειριστώ.
- ⮡ We must handle this problem very carefully.
- Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.
- ⮡ Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
- Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
- ⮡ He handled the whole matter very diplomatically.
- Αντιμετώπισε το όλο ζήτημα πολύ διπλωματικά.
- ⮡ I will handle it, don’t worry!
- Θα τα καταφέρω, μην ανησυχείς!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
- ⮡ I don’t know how to handle it.
- (μεταβατικό) πιάνω, αγγίζω κάτι με τα χέρια μου
- ⮡ Porcelain must be handled with care.
- Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.
- ⮡ Wash your hands before handling my books.
- Πλύνε τα χέρια σου πριν πιάσεις τα βιβλία μου.
- ⮡ Porcelain must be handled with care.
- (μεταβατικό) χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, ελέγχω ένα όχημα, ένα ζώο, ένα εργαλείο κτλ.
- ⮡ Can you handle all of this machinery?
- Μπορείς να χειριστείς όλ' αυτά τα μηχανήματα;
- ⮡ I am learning how to handle a gun.
- Μαθαίνω πώς να μεταχειρίζομαι/χρησιμοποιώ ένα όπλο.
- ⮡ Can you handle all of this machinery?
- (αμετάβατο) υπακούω, που λειτουργεί κανονικά και ανταποκρίνεται στις εντολές του χειριστή
- ⮡ The steering wheel doesn’t handle well.
- Το τιμόνι δεν υπακούει.
- ⮡ The steering wheel doesn’t handle well.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Handle (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- handle (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- handle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 428, 967. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταπιάνομαι, χειρίζομαι