handle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈhæn.dl/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
handle handles

handle (en)

  1. το χερούλι, η χειρολαβή, η λαβή
    ⮡  the bag’s handle - το χερούλι της τσάντας
    ⮡  the handle of the saw - η χειρολαβή του πριονιού
    ⮡  The passenger is leaning on the bus handles.
    Ο επιβάτης πιάνεται από τις χειρολαβές του λεωφορείου.
    ⮡  the handle of a knife - η λαβή ενός μαχαιριού
  2. (πληροφορική) το username, το όνομα χρήστη
     συνώνυμα: login name

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας handle
γ΄ ενικό ενεστώτα handles
αόριστος handled
παθητική μετοχή handled
ενεργητική μετοχή handling

handle (en)

  1. (μεταβατικό) χειρίζομαι, καταπιάνομαι με, αντιμετωπίζω μια κατάσταση, έναν άνθρωπο, έναν τομέα δουλειάς ή ένα έντονο συναίσθημα
    ⮡  I don’t know how to handle it.
    Δεν ξέρω πώς να το χειριστώ.
    ⮡  We must handle this problem very carefully.
    Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.
    ⮡  Don’t confuse things, one situation is handled differently than the other.
    Μη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη.
    ⮡  He handled the whole matter very diplomatically.
    Αντιμετώπισε το όλο ζήτημα πολύ διπλωματικά.
    ⮡  I will handle it, don’t worry!
    Θα τα καταφέρω, μην ανησυχείς!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
  2. (μεταβατικό) πιάνω, αγγίζω κάτι με τα χέρια μου
    ⮡  Porcelain must be handled with care.
    Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.
    ⮡  Wash your hands before handling my books.
    Πλύνε τα χέρια σου πριν πιάσεις τα βιβλία μου.
  3. (μεταβατικό) χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, ελέγχω ένα όχημα, ένα ζώο, ένα εργαλείο κτλ.
    ⮡  Can you handle all of this machinery?
    Μπορείς να χειριστείς όλ' αυτά τα μηχανήματα;
    ⮡  I am learning how to handle a gun.
    Μαθαίνω πώς να μεταχειρίζομαι/χρησιμοποιώ ένα όπλο.
  4. (αμετάβατο) υπακούω, που λειτουργεί κανονικά και ανταποκρίνεται στις εντολές του χειριστή
    ⮡  The steering wheel doesn’t handle well.
    Το τιμόνι δεν υπακούει.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]