heap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hiːp/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
heap heaps

heap (en)

  1. ο σωρός, η στοίβα, το σύνολο από πράγματα που είναι συγκεντρωμένα αλλά τοποθετημένα άτακτα
    ⮡  a heap of clothes/sand/dirt - σωρός ρούχα/άμμος/χώμα
    ⮡  a heap of books - στοίβα βιβλία
  2. (ανεπίσημο) η σωρεία, ο σωρός, το μεγάλο πλήθος
    ⮡  a heap of mistakes/lies - σωρεία σφαλμάτων/ψευδών
    ⮡  a heap of questions/lies - σωρός ερωτήσεις/ψέματα
  3. (πληροφορική) η στοίβα, βασική δομή δεδομένων
ενεστώτας heap
γ΄ ενικό ενεστώτα heaps
αόριστος heaped
παθητική μετοχή heaped
ενεργητική μετοχή heaping

heap (en)

  1. σωριάζω, συσσωρεύω, σωρεύω, βάζω τα πράγματα σε έναν ακατάστατο σωρό
    ⮡  He heaped (up) the chairs in a corner.
    Σώριασε τις καρέκλες σε μια γωνία.
    ⮡  He has heaped his books on the floor.
    Έχει σωριάσει τα βιβλία του στο πάτωμα
    ⮡  He has heaped a lot of trash in the storage room and we can’t fit inside.
    Έχει συσσωρεύσει πολλή σαβούρα στην αποθήκη και δεν χωράμε να μπούμε.
  2. επισωρεύω σε, βάζω πολλά πράγματα σε ένα υπάρχον σωρό σε κάτι
    ⮡  trash which is heaped on unplanned landfills/unplanned landfills which are heaped with trash - σκουπίδια που επισωρεύονται απρογραμμάτιστα στις χωματερές
  3. γεμίζω, φορτώνω, πνίγω σε, δίνω πολλά, όπως έπαινο ή κριτική σε κάποιον
    ⮡  They heaped honors on him.
    Τον γέμισαν/φόρτωσαν τιμές.
    ⮡  They heaped him with honors.
    Τον έπνιξαν στις τιμές.