heap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
heap | heaps |
heap (en)
- ο σωρός, η στοίβα, το σύνολο από πράγματα που είναι συγκεντρωμένα αλλά τοποθετημένα άτακτα
- ⮡ a heap of clothes/sand/dirt - σωρός ρούχα/άμμος/χώμα
- ⮡ a heap of books - στοίβα βιβλία
- (ανεπίσημο) η σωρεία, ο σωρός, το μεγάλο πλήθος
- ⮡ a heap of mistakes/lies - σωρεία σφαλμάτων/ψευδών
- ⮡ a heap of questions/lies - σωρός ερωτήσεις/ψέματα
- (πληροφορική) η στοίβα, βασική δομή δεδομένων
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | heap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heaps |
αόριστος | heaped |
παθητική μετοχή | heaped |
ενεργητική μετοχή | heaping |
heap (en)
- σωριάζω, συσσωρεύω, σωρεύω, βάζω τα πράγματα σε έναν ακατάστατο σωρό
- ⮡ He heaped (up) the chairs in a corner.
- Σώριασε τις καρέκλες σε μια γωνία.
- ⮡ He has heaped his books on the floor.
- Έχει σωριάσει τα βιβλία του στο πάτωμα
- ⮡ He has heaped a lot of trash in the storage room and we can’t fit inside.
- Έχει συσσωρεύσει πολλή σαβούρα στην αποθήκη και δεν χωράμε να μπούμε.
- ⮡ He heaped (up) the chairs in a corner.
- επισωρεύω σε, βάζω πολλά πράγματα σε ένα υπάρχον σωρό σε κάτι
- ⮡ trash which is heaped on unplanned landfills/unplanned landfills which are heaped with trash - σκουπίδια που επισωρεύονται απρογραμμάτιστα στις χωματερές
- γεμίζω, φορτώνω, πνίγω σε, δίνω πολλά, όπως έπαινο ή κριτική σε κάποιον
- ⮡ They heaped honors on him.
- Τον γέμισαν/φόρτωσαν τιμές.
- ⮡ They heaped him with honors.
- Τον έπνιξαν στις τιμές.
- ⮡ They heaped honors on him.