homage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

homage (en)

  • φόρος τιμής, ενέργεια ή έργο που γίνεται για να τιμηθεί κάποιος
we pay hommage to those who fought for freedom - αποτίουμε φόρο τιμής σε αυτούς που πολέμησαν για την ελευθερία