home

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
home homes

home (en)

  1. το σπίτι
     συνώνυμα: house
  2. (μεταφορικά) η πατρίδα
     συνώνυμα: homeland
  3. (μεταφορικά) το άσυλο
  4. (διαδίκτυο) η κεντρική σελίδα ενός ιστοτόπου
     συνώνυμα: home page

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

home (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

home (ca) αρσενικό