in vain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]in vain (en)
- (ιδιωματισμός) μάταια, εις μάτην, τζάμπα
- ↪ The advice that I gave to him went in vain.
- Οι συμβουλές που του έδωσα πήγαν τζάμπα.
- ↪ It was all in vain.
- Τζάμπα πήγαν όλα.
- ≈ συνώνυμα: to no avail
- ↪ The advice that I gave to him went in vain.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: πηγαίνω