jaillissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
jaillissement jaillissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jaillissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]