janitor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
janitor < λατινική ianitor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

janitor (en)

  1. (κυρίως στις ΗΠΑ) συντηρητής και καθαριστής σε ένα δημόσιο κτήριο
     συνώνυμα: custodian, caretaker
  2. ο θυρωρός, ο πορτιέρης