kara
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kara | karaj |
αιτιατική | karan | karajn |
kara (eo)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kara (pl) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]kara (pl)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του kary
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]kara (pl) ουδέτερο
- γενική ενικού του karo
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του karo
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- kara < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰴𐰺𐰀 (kara)
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]kara (tr)
- μαύρος, σκοτεινός
- μαύρος, που από πρόθεση προκαλεί κακό
- (μεταφορικά) κακός, δυσοίωνος, κακότυχος, ανησυχητικός
- ↪ bu kara günler geçecek — αυτές οι μαύρες μέρες θα περάσουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]παράγωγα:
σύνθετα:
Απόγονοι
[επεξεργασία]kara (τουρκικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kara (tr)
- (χρώμα) μαύρο
- ξηρά, στεριά
- ↪ kara göründü! — στεριά στον ορίζοντα!
- (μεταφορικά) ένα μελαχρινό άτομο
- (μεταφορικά) κηλίδα, μελανό σημείο, μια κατακριτέα πράξη που κηλιδώνει ηθικά το βίο ενός ανθρώπου
- (μεταφορικά) συκοφαντία, αγκύλι, διαβολή
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του kara
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | kara | karalar |
αιτιατική | karayı | karaları |
δοτική | karaya | karalara |
τοπική | karada | karalarda |
αφαιρετική | karadan | karalardan |
γενική | karanın | karaların |
κτητικές μορφές του kara
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | karam | karalarım |
... σου | karan | karaların |
... του | karası | karaları |
... μας | karamız | karalarımız |
... σας | karanız | karalarınız |
... τους | karaları | karaları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | karamı | karalarımı |
... σου | karanı | karalarını |
... του | karasını | karalarını |
... μας | karamızı | karalarımızı |
... σας | karanızı | karalarınızı |
... τους | karalarını | karalarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | karama | karalarıma |
... σου | karana | karalarına |
... του | karasına | karalarına |
... μας | karamıza | karalarımıza |
... σας | karanıza | karalarınıza |
... τους | karalarına | karalarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | karamda | karalarımda |
... σου | karanda | karalarında |
... του | karasında | karalarında |
... μας | karamızda | karalarımızda |
... σας | karanızda | karalarınızda |
... τους | karalarında | karalarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | karamdan | karalarımdan |
... σου | karandan | karalarından |
... του | karasından | karalarından |
... μας | karamızdan | karalarımızdan |
... σας | karanızdan | karalarınızdan |
... τους | karalarından | karalarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | karamın | karalarımın |
... σου | karanın | karalarının |
... του | karasının | karalarının |
... μας | karamızın | karalarımızın |
... σας | karanızın | karalarınızın |
... τους | karalarının | karalarının |
κλίση του kara (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | karayım | karalarım* |
είσαι | karasın | karalarsın* |
είναι | kara / karadır | karalar* / karalardır* |
είμαστε | karayız | karalarız |
είστε | karasınız | karalarsınız |
είναι | karalar | karalardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | karaydım | karalardım* |
ήσουν | karaydın | karalardın* |
ήταν | karaydı | karalardı* |
ήμασταν | karaydık | karalardık |
ήσασταν | karaydınız | karalardınız |
ήταν | karaydılar | karalardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | karaymışım | karalarmışım* |
ήσουν | karaymışsın | karalarmışsın* |
ήταν | karaymış | karalarmış* |
ήμασταν | karaymışız | karalarmışız |
ήσασταν | karaymışsınız | karalarmışsınız |
ήταν | karaymışlar | karalarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Συγγενικά
[επεξεργασία]
παράγωγα: |
μαύρο: |
στεριά: |
συκοφαντία: |
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Σήμερα αυτή η λέξη θεωρείται κάπως ξεπερασμένη. Με την έννοια του χρώματος, η λέξη «siyah» χρησιμοποιείται πολύ πιο συχνά. Σε ορισμένες εκφράσεις (kara gözler, «μαύρα μάτια») και ειδικά στην ποίηση, αυτή η λέξη μπορεί να θεωρηθεί προτιμώμενη και όχι «siyah». Μια άλλη προτιμώμενη χρήση αυτής της λέξης θα ήταν να τονίσουμε πόσο άχρωμο και σκοτεινό είναι το αναφερόμενο πράγμα.
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Επίθετα (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (πολωνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (πολωνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά τουρκικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (τουρκικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Επίθετα (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Μεταφορικοί όροι (τουρκικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (τουρκικά)
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Χρώματα (τουρκικά)