kind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | kind |
συγκριτικός | kinder |
υπερθετικός | kindest |
kind (en)
- καλός, ευγενικός, καλοκάγαθος
- ⮡ You are very kind with me.
- Είστε πολύ καλός μαζί μου.
- ⮡ It was kind of you to help me.
- Ήταν ευγενικό εκ μέρους σας να με βοηθήσετε.
- ⮡ You are very kind with me.
- (επίσημο) χρησιμοποιείται για να κάνει ένα ευγενικό αίτημα ή να δώσει μια εντολή
- ⮡ Would you be so kind as to…
- Θα είχατε την καλοσύνη να…
- ⮡ Would you be so kind as to…
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kind | kinds |
kind (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το είδος, ο τύπος, η πάστα, λογής, ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που είναι ίδια κατά κάποιο τρόπο
- ⮡ What kind of person is he?
- Τι είδους άνθρωπος είναι;
- ⮡ What kind of fabric is this?
- Τι είδους ύφασμα είναι αυτό;
- ⮡ Any kind of help is welcome.
- Κάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη.
- ⮡ She is not that kind of person.
- Δεν είναι από το είδος των ανθρώπων.
- ⮡ It’s the only one of its kind.
- Είναι μοναδικό στο είδος του.
- ⮡ He is not that kind of man.
- Δεν είναι τέτοιος τύπος.
- ⮡ What kind of man is he?
- Τι πάστα άνθρωπος είναι;
- ⮡ He is not the kind (of person) to gossip.
- Δεν είναι από πάστα κουτσομπόλη.
- ⮡ He associates with all kinds of people.
- Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
- ≈ συνώνυμα: sort και type
- ⮡ What kind of person is he?
Πηγές
[επεξεργασία]- kind (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- kind (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 672, 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάστα, τύπος
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kind (af)
- το παιδί
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kind (nl) ουδέτερο (πληθυντικός kinderen, kinders)
- το παιδί