kind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Kind

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός kind
συγκριτικός kinder
υπερθετικός kindest

kind (en)

  1. καλός, ευγενικός, καλοκάγαθος
    ⮡  You are very kind with me.
    Είστε πολύ καλός μαζί μου.
    ⮡  It was kind of you to help me.
    Ήταν ευγενικό εκ μέρους σας να με βοηθήσετε.
  2. (επίσημο) χρησιμοποιείται για να κάνει ένα ευγενικό αίτημα ή να δώσει μια εντολή
    ⮡  Would you be so kind as to…
    Θα είχατε την καλοσύνη να…

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kind kinds

kind (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το είδος, ο τύπος, η πάστα, λογής, ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που είναι ίδια κατά κάποιο τρόπο
    ⮡  What kind of person is he?
    Τι είδους άνθρωπος είναι;
    ⮡  What kind of fabric is this?
    Τι είδους ύφασμα είναι αυτό;
    ⮡  Any kind of help is welcome.
    Κάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη.
    ⮡  She is not that kind of person.
    Δεν είναι από το είδος των ανθρώπων.
    ⮡  It’s the only one of its kind.
    Είναι μοναδικό στο είδος του.
    ⮡  He is not that kind of man.
    Δεν είναι τέτοιος τύπος.
    ⮡  What kind of man is he?
    Τι πάστα άνθρωπος είναι;
    ⮡  He is not the kind (of person) to gossip.
    Δεν είναι από πάστα κουτσομπόλη.
    ⮡  He associates with all kinds of people.
    Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
     συνώνυμα:  sort και type



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kind (af)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kind (nl) ουδέτερο (πληθυντικός kinderen, kinders)