kom-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kom- < αγγλική comma, γερμανική Komma

kom- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: κόμμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]