paléoécologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
paléoécologie paléoécologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paléoécologie (fr) θηλυκό